ρητινοσάπωνες

ρητινοσάπωνες
οι, Ν
χημ. σαπούνια που περιέχουν άλατα των ρητινικών οξέων και χρησιμοποιούνται όπως και τα κοινά σαπούνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρητίνη + σάπων «σαπούνι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”